Ἑβραικῆς

Ἑβραικῆς
Ἑβραϊκῆς , Ἑβραικός
a Hebrew
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εβραϊκό Θεσσαλονίκης — Το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης στην οδό Αγ. Μηνά 13 ιδρύθηκε για να τιμήσει την πλούσια και δημιουργική σεφραδίτικη κληρονομιά του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον 15ο αι. Μετά από την εκδίωξη τους από την Ισπανία από τους… …   Dictionary of Greek

  • Ραββανίτες — και Ραβανίτες, οι, Ν [ραββι] εκκλ. οπαδοί εβραϊκής αίρεσης η οποία αναγνωρίζει ως πηγή τής εβραϊκής θρησκείας τόσο τον γραπτό νόμο τής Παλαιάς Διαθήκης όσο και τον προφορικό Νόμο που περιλαμβάνουν τα δύο Ταλμούδ …   Dictionary of Greek

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

  • σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάντερ — (Alexander, 19ος αι.). Άγγλος επίσκοπος του ναού του Αγίου Ιακώβου, στα Ιεροσόλυμα, εβραϊκής καταγωγής. Προτού εγκατασταθεί στα Ιεροσόλυμα ήταν καθηγητής της αραβικής και της εβραϊκής γλώσσας και φιλολογίας στο Λονδίνο. Μετά από διαβουλεύσεις… …   Dictionary of Greek

  • Βέλλας, Βασίλειος — (Ιωάννινα 1902 – Αθήνα 1969). Θεολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε στις θεολογικές σχολές των πανεπιστημίων της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Οξφόρδης. Ειδικεύτηκε σε θέματα εβραϊκού πολιτισμού και έγινε υφηγητής… …   Dictionary of Greek

  • Έβαλντ, Χάινριχ — (Heinrich Εwald, 1803 – 1875). Γερμανός γλωσσολόγος. Δημοσίευσε τις εργασίες του Κριτική γραμματική της εβραϊκής γλώσσας (1827), Πλήρης γραμματική της εβραϊκής γλώσσας και Αραβική γραμματική (1831 33), Ιστορία του λαού του Ισραήλ (1864), Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”